αντιλήπτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιλήπτορας | οι | αντιλήπτορες |
γενική | του | αντιλήπτορα | των | αντιληπτόρων |
αιτιατική | τον | αντιλήπτορα | τους | αντιλήπτορες |
κλητική | αντιλήπτορα | αντιλήπτορες | ||
Δείτε και την κλίση του «αντιλήπτωρ». | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιλήπτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιλήπτ(ωρ) + νεότερη κατάληξη -ορας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιλήπτορας αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αντιλήπτωρ (αρχαιοπρεπές)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ορας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)