αντλησιοταμίευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντλησιοταμίευση | οι | αντλησιοταμιεύσεις |
γενική | της | αντλησιοταμίευσης* | των | αντλησιοταμιεύσεων |
αιτιατική | την | αντλησιοταμίευση | τις | αντλησιοταμιεύσεις |
κλητική | αντλησιοταμίευση | αντλησιοταμιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντλησιοταμιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντλησιοταμίευση < άντληση (ἄντλησι(ς)) + -ο- + ταμίευση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pumped storage hydropower
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντλησιοταμίευση θηλυκό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) σύστημα με αντλίες, που το χρησιμοποιούμε για να αποθηκεύσουμε (ηλεκτρική) ενέργεια και να την ανακτήσουμε όποτε τη χρειαστούμε
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντλησιοταμίευση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)