αντλησιοταμιευτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντλησιοταμιευτήρας < άντληση + -ο- + ταμιευτήρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντλησιοταμιευτήρας αρσενικό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) σύστημα ή ειδική κατασκευή όπου εφαρμόζεται η αντλησιοταμίευση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντλησιοταμιευτήρας
|