αξιανάγνωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιανάγνωστος < άξιος + αναγινώσκω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιανάγνωστος, -η, -ο
- (λόγιο) που αξίζει να αναγνωστεί, να διαβαστεί
- Τα έργα αυτά δεν είναι απλώς "η παράδοσή μας", είναι κείμενα ζωντανά και αξιανάγνωστα. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιανάγνωστος