απάτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απάτορας | οι | απάτορες |
γενική | του | απάτορα | των | απατόρων |
αιτιατική | τον | απάτορα | τους | απάτορες |
κλητική | απάτορα | απάτορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απάτορας < απάτωρ < αρχαία ελληνική ἀπάτωρ < πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα * ph₂tḗr
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απάτορας αρσενικό
- άλλη μορφή του απάτωρ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απάτορας
|