πατήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατήρ αρσενικό
- τίτλος για ιερείς
- σε αυτή την εκκλησία λειτουργεί ο πατήρ Γεώργιος
- → και δείτε τη λέξη πάτερ
- (καθαρεύουσα) πατέρας όπως στο αρχαίο πατήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πατηρ- πατερ- πατρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | πατήρ | οἱ | πατέρες | |
γενική | τοῦ | πατρός & επικός:πατέρος |
τῶν | πατέρων μόνο στην Οδύσσεια: πατρῶν | |
δοτική | τῷ | πατρῐ́ & επικός:πατέρῐ |
τοῖς | πατρᾰ́σῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πατέρᾰ | τοὺς | πατέρᾰς | |
κλητική ὦ! | πάτερ | πατέρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατέρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πατέροιν | |||
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «πατήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr. Από την ίδια ρίζα και το λατινικό pater, το σανσκριτικό पितृ (pitṛ), το αρχαίο αρμενικό հայր (hayr) και το πρωτογερμανικό *fadēr (αρχαίο αγγλικό fæder > αγγλικό father, γερμανικό Vater κλπ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατήρ αρσενικό
- (οικογένεια) πατέρας, γονιός
- πρωτουργός, πρωταίτιος
- (προσφώνηση) προσφώνηση, από σεβασμό, ηλικιωμένου άντρα
- ↪ ξεῖνε πάτερ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οἱ πατέρες: οι πρόγονοι
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]α' συνθετικό πατρο-
- πατραγαθία
- πατραδέλφεια
- πατραδέλφη
- πατράδελφος
- πατραλοίας
- πάτραρχος
- πατρελασία
- πατρογένειος
- πατρογενής
- πατρογενίδης
- πατρογέννητος
- πατρογέρων
- πατροδίδακτος
- πατροδότωρ
- πατροδώρητος
- πατροκασίγνητη
- πατροκασίγνητος
- πατροκελεύστως
- πατροκίνητος
- πατροκόμος
- πατροκτασία
- πατροκτόνος
- πατρολάθησις
- πατρολέτωρ
- πατρολόος
- πατρολύμας
- πατρομάχος
- πατρομήτωρ
- πατρομύστης
- πατρονόμος
- πατροπαράδοτος
- πατροπάτωρ
- πατροποθήτως
- πατροποίητος
- πατροποιούμαι
- πατρόπολις
- πατρορραίστης
- πατροστερής
- πατροτυπία
- πατροτύπτης
- πατροφάγος
- πατροφαής
- πατροφεγγής
- πατροφονεύς
- πατροφόνος
- πατροφόντης
- πατρώνυμος
β' συνθετικό -πάτωρ
β' συνθετικό -πάτηρ
Πηγές
[επεξεργασία]- πατήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά συγκοπτόμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικογένεια (αρχαία ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)