πατροκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατροκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πατροκτόνος < (πατήρ πατρο- + -κτόνος (κτείνω)
- και (ουσιαστικοποιημένο) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.tɾoˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οα‐τρο‐κτό‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πατροκτόνος | το | πατροκτόνο | ||
γενική | του/της | πατροκτόνου | του | πατροκτόνου | ||
αιτιατική | τον/την | πατροκτόνο | το | πατροκτόνο | ||
κλητική | πατροκτόνε | πατροκτόνο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πατροκτόνοι | τα | πατροκτόνα | ||
γενική | των | πατροκτόνων | των | πατροκτόνων | ||
αιτιατική | τους/τις | πατροκτόνους | τα | πατροκτόνα | ||
κλητική | πατροκτόνοι | πατροκτόνα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πατροκτόνος, -ος, -ο [2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις πατέρας και κτείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(επίθετο)
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατροκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι πατροκτόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πατροκτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πατροκτόνος, -ος, -ον
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις πατήρ και κτείνω
Πηγές[επεξεργασία]
- πατροκτόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατροκτόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πατρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτόνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εμβολοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πατρο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτόνος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)