απεγκαθιστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεγκαθιστώ > απ- + εγκαθιστώ (εγ- + καθ- + αρχαία ελληνική ἵστημι), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική uninstall
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.peŋ.ɡa.θiˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐γκα‐θι‐στώ
Ρήμα[επεξεργασία]
απεγκαθιστώ, αόρ.: απεγκατέστησα, παθ.φωνή: απεγκαθίσταμαι, π.αόρ.: απεγκαταστάθηκε, μτχ.π.π.: απεγκατεστημένος
- αποσύρω ή ακυρώνω κάτι που είχα τοποθετήσει ή εγκαταστήσει
- (πληροφορική) η διαδικασία της ολικής αφαίρεσης υλικού (hardware) ή λογισμικού (software) από από σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή
- → δείτε τη λέξη διαχειριστής πακέτου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εγ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καθ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)