απεραντοσύνη
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απεραντοσύν
η
οι
απεραντοσύν
ες
γενική
της
απεραντοσύν
ης
των
(
απεραντοσυν
ών
)
αιτιατική
την
απεραντοσύν
η
τις
απεραντοσύν
ες
κλητική
απεραντοσύν
η
απεραντοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
σκόνη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
απεραντοσύνη
<
απέραντ(ος)
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
απεραντοσύνη
θηλυκό
το να είναι κάποιος
απέραντος
, η
ιδιότητα
του
απέραντου
≈
συνώνυμα
:
ατερμοσύνη
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
απέραντος
και
πέρας
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
απεραντοσύνη
αγγλικά
:
vastness
(en)
γαλλικά
:
immensité
(fr)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Malagasy