απλούμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλούμιστος < μεσαιωνική ελληνική απλούμιστος < α- + πλουμίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απλούμιστος, -η, -ο
- που δεν έχει πλουμιστεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πλουμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απλούμιστος
|