αποδραματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδραματοποίηση | οι | αποδραματοποιήσεις |
γενική | της | αποδραματοποίησης* | των | αποδραματοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποδραματοποίηση | τις | αποδραματοποιήσεις |
κλητική | αποδραματοποίηση | αποδραματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδραματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδραματοποίηση < αποδραματοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédramatisation)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδραματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποδραματοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδραματοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)