απορφανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απορφανισμός < απορφανίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απορφανισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα τού απορφανίζω ή η κατάσταση κάποιου που έχει απορφανιστεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απορφανίζω και ορφανός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απορφανισμός