απόβαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόβαρο | τα | απόβαρα |
γενική | του | απόβαρου | των | απόβαρων |
αιτιατική | το | απόβαρο | τα | απόβαρα |
κλητική | απόβαρο | απόβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απόβαρο ουδέτερο
- το βάρος της συσκευασίας ενός εμπορεύματος, η διαφορά μεταξύ του μικτού και του καθαρού του βάρους