αρμακάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρμακάς | οι | αρμακάδες |
γενική | του | αρμακά | των | αρμακάδων |
αιτιατική | τον | αρμακά | τους | αρμακάδες |
κλητική | αρμακά | αρμακάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμακάς < ελληνιστική κοινή ἕρμαξ < αρχαία ελληνική ἕρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμακάς αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμακάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)