Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἕρμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: έρμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕρμᾰ τὰ ἕρμᾰτ
      γενική τοῦ ἕρμᾰτος τῶν ἑρμᾰ́των
      δοτική τῷ ἕρμᾰτ τοῖς ἕρμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕρμᾰ τὰ ἕρμᾰτ
     κλητική ! ἕρμᾰ ἕρμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕρμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑρμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἕρμα < θέμα ἑρ- + -μα < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷreh₂- (βαρύς). [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hér.ma/ (5ος αιώνας πκε)
ΔΦΑ : /ˈer.ma/ (ελληνιστική κοινή, 4ος αιώνας κε)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἕρμα ουδέτερο

  1. έρεισμα, στήριγμα, υποστήριξη
  2. τα στηρίγματα που κρατούν το πλοίο σε όρθια θέση, όταν ανελκύεται στη στεριά
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 485-486
    νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν/ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ᾽ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν
    λείπει η μετάφραση
  3. ύφαλος, σκόπελος
      (Ηρόδοτος, 7, 183, 2)
    τῶν δὲ δέκα νεῶν τῶν βαρβάρων τρεῖς ἐπήλασαν περὶ τὸ ἕρμα τὸ μεταξὺ ἐὸν Σκιάθου τε καὶ Μαγνησίης, καλεόμενον δὲ Μύρμηκα
  4. ύψωμα, λόφος
  5. έρμα, σαβούρα
  6. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη ἕρματα: ενώτια, σκουλαρίκια, περιδέραιο, αλυσίδα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 297-298
    ἕρματα δ᾽ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν,/τρίγληνα μορόεντα· χάρις δ᾽ ἀπελάμπετο πολλή
    λείπει η μετάφραση

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.