αρμενομαχαλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.me.no.ma.xaˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νο‐μα‐χα‐λάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμενομαχαλάς αρσενικό
- γειτονιά των Αρμενίων
- ※ Έ, θα ήμουν τότες περίπου οκτώ με δέκα χρονών. Μάλιστα διηγούνταν η μακαρίτισσα η μαμά μου, όταν πρωτοήρθανε καθίσανε με ενοίκιο στον αρμενομαχαλά, ήτανε ένας που έπαιζε κανονάκι.
- Συνομιλία του Νίκου Στεφανίδη με τη Δόμνα Σαμίου, Απομαγνητοφωνημένη, Προσωπική αφήγηση, Συνομιλία, 1977
- ※ Έ, θα ήμουν τότες περίπου οκτώ με δέκα χρονών. Μάλιστα διηγούνταν η μακαρίτισσα η μαμά μου, όταν πρωτοήρθανε καθίσανε με ενοίκιο στον αρμενομαχαλά, ήτανε ένας που έπαιζε κανονάκι.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενομαχαλάς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αρμενομαχαλάς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)