αρχιθησαυροφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρχιθησαυροφύλακας < αρχι- + θησαυροφύλακας
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχιθησαυροφύλακας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχιθησαυροφύλακας