αρχιπυροσβέστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπυροσβέστης οι αρχιπυροσβέστες
      γενική του αρχιπυροσβέστη των αρχιπυροσβεστών
    αιτιατική τον αρχιπυροσβέστη τους αρχιπυροσβέστες
     κλητική αρχιπυροσβέστη αρχιπυροσβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιπυροσβέστης < αρχι- + πυροσβέστης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çi.pi.ɾoˈzve.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐πυ‐ρο‐σβέ‐στης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό αρχιπυροσβέστρια)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]