ασκαψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασκαψία | οι | ασκαψίες |
γενική | της | ασκαψίας | των | ασκαψιών |
αιτιατική | την | ασκαψία | τις | ασκαψίες |
κλητική | ασκαψία | ασκαψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασκαψία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκάβω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη βρίσκεται ως λήμμα στο λεξικό του Karl Weigel, Λεξικόν απλορωμαϊκών, γερμανικών και ιταλικών, 1796
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκαψία
|