ασούβλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασούβλιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν σουβλίσει
- μ'αυτά που έγιναν πασχαλιάτικα, μας έμεινε και το αρνί ασούβλιστο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασούβλιστος
|