ατμοημιολία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμοημιολία οι ατμοημιολίες
      γενική της ατμοημιολίας των ατμοημιολιών
    αιτιατική την ατμοημιολία τις ατμοημιολίες
     κλητική ατμοημιολία ατμοημιολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατμοημιολία < (καθαρεύουσα) ἀτμοημιολία (ατμο- + ημιολία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.tmo.i.mi.oˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τμο‐η‐μι‐ο‐λί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατμοημιολία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]