ατμοημιολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατμοημιολία < (καθαρεύουσα) ἀτμοημιολία (ατμο- + ημιολία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.tmo.i.mi.oˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμο‐η‐μι‐ο‐λί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμοημιολία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ημιολία με βοηθητική ατμομηχανή
- ※ Προχθὲς τετάρτην ἀνεχώρησεν ἐκ Πειραιῶς ἡ ἀτμοημιολία «Πληξαῦρα» κομίζουσα πυροβόλα καὶ ὑλικὸν πολέμου εἰς Ἄρταν. (εφημερίδα Σίφνος, 15-20 Αυγούστου 1882, σελ. 4)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμοημιολία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ατμο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)