ατομικιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατομικιστικός η ατομικιστική το ατομικιστικό
      γενική του ατομικιστικού της ατομικιστικής του ατομικιστικού
    αιτιατική τον ατομικιστικό την ατομικιστική το ατομικιστικό
     κλητική ατομικιστικέ ατομικιστική ατομικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατομικιστικοί οι ατομικιστικές τα ατομικιστικά
      γενική των ατομικιστικών των ατομικιστικών των ατομικιστικών
    αιτιατική τους ατομικιστικούς τις ατομικιστικές τα ατομικιστικά
     κλητική ατομικιστικοί ατομικιστικές ατομικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατομικιστικός < ατομικιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ατομικιστικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]