ατομοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατομοκρατία < ατομοκράτης + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατομοκρατία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ατομοκράτης, άτομο, τέμνω και κράτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατομοκρατία
|