αυτοΐαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοΐαση | οι | αυτοϊάσεις |
γενική | της | αυτοΐασης* | των | αυτοϊάσεων |
αιτιατική | την | αυτοΐαση | τις | αυτοϊάσεις |
κλητική | αυτοΐαση | αυτοϊάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοϊάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοΐαση θηλυκό
- η δυνατότητα που έχει κάποιος ή κάτι να γιατρέψει τον εαυτό του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοΐαση