αυτοακυρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοακυρωτικός η αυτοακυρωτική το αυτοακυρωτικό
      γενική του αυτοακυρωτικού της αυτοακυρωτικής του αυτοακυρωτικού
    αιτιατική τον αυτοακυρωτικό την αυτοακυρωτική το αυτοακυρωτικό
     κλητική αυτοακυρωτικέ αυτοακυρωτική αυτοακυρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοακυρωτικοί οι αυτοακυρωτικές τα αυτοακυρωτικά
      γενική των αυτοακυρωτικών των αυτοακυρωτικών των αυτοακυρωτικών
    αιτιατική τους αυτοακυρωτικούς τις αυτοακυρωτικές τα αυτοακυρωτικά
     κλητική αυτοακυρωτικοί αυτοακυρωτικές αυτοακυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. αυτός που ακυρώνει το εαυτό του
  2. αντιφατικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]