αυτοκινητοτράπεζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκινητοτράπεζα < αυτοκίνητο + -ο- + τράπεζα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική drive-in bank
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκινητοτράπεζα θηλυκό