αφροπλασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αφροπλασμένος, -η, -ο
- αφράτος, σαν πλασμένος από αφρό, συνήθως για κοπέλες
- ※ Και τι είχε κάνει ο «Κατάδικος»; Είχε αγαπήσει μια κόρη με κάλλη αφροπλασμένη, είχαν ζήσει έναν καιρό τρελά ευτυχισμένοι, ύστερα την έβαλε ο διάολος να τον κερατώσει, την έπιασε στα πράσα και τη σκότωσε (Κώστας Ταχτσής, Μέσ’ απ’ τα σίδερα του Γιώργου Κορδομενίδη, culturalsociety.gr, ανακτήθηκε 23/2/2023 [1])
- ※ Σε ένα μνήμα εκοίτουνταν παρθένα αφροπλασμένη. Μέσα στα κρύα χώματα χλωμή , λησμονημένη .. Με ένα χλωρό τριαντάφυλλο για σύντροφό της μόνο ! Μάνα φτωχή το έκοψε και το έβαλλε με πόνο (Δύο ρόδα, υπό Ευγενίου Γ. Ζαλακώστα, Neugriechischer Parnass: oder, Sammlung der ausgezeichneteren Werke der neueren Dichter Griechenlands. Original und Uebersetzung, Volume 1 by Antonio Manaraki [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφροπλασμένος
|