βελούδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βελούδο | τα | βελούδα |
γενική | του | βελούδου | των | βελούδων |
αιτιατική | το | βελούδο | τα | βελούδα |
κλητική | βελούδο | βελούδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βελούδο < (άμεσο δάνειο) βενετική veludo
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βελούδο ουδέτερο
- Απαλό ύφασμα, θεωρούμενο καλής ποιότητας.
Ανακαλύφθηκε πιθανότατα στο Κασμιρ τον 14ο αιώνα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)