βιοεργογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοεργογραφία οι βιοεργογραφίες
      γενική της βιοεργογραφίας των βιοεργογραφιών
    αιτιατική τη βιοεργογραφία τις βιοεργογραφίες
     κλητική βιοεργογραφία βιοεργογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοεργογραφία < βιο- + εργογραφία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.o.eɾ.ɣo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐ερ‐γο‐γρα‐φί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοεργογραφία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr