βλαχάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλαχάκι τα βλαχάκια
      γενική
    αιτιατική το βλαχάκι τα βλαχάκια
     κλητική βλαχάκι βλαχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαχάκι < βλάχος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαχάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό του βλάχος
    ※  Ἂν καὶ ὁ Γρηγόριος ἦτον ἕνα βλαχάκι, δὲν μὲ ἐφάνη τόσον παράξενον νὰ δώσω τὴν θυγατέραν μου εἰς αὐτόν, διότι τὸν θεωροῦσα τίμιον νέον καὶ ὅστις ἀπὸ τὴν στάνην του ἔλαβεν τὸν τίτλον καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Τὸ ὑποσχέθηκα· μὲ τοῦτο ἐνδυνάμωσα περισσότερον, καὶ ὅλας τὰς ὑποθέσεις του ὁ Ἀλῆ πασᾶς τὰς ἐπιφόρτιζεν εἰς ἐμένα. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821–1833), εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 317)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]