βοσκαρίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Δεν υπάρχει πηγή για τις διαλέκτους sarri.greek (συζήτηση) 19:02, 1 Αυγούστου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοσκαρίδι τα βοσκαρίδια
      γενική του βοσκαριδιού των βοσκαριδιών
    αιτιατική το βοσκαρίδι τα βοσκαρίδια
     κλητική βοσκαρίδι βοσκαρίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοσκαρίδι < βοσκαρίδιον υποκοριστικό του βοσκός λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοσκαρίδι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό) ο νεαρός βοσκός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το συνώνυμο βοσκαρουδάκι (στο κρητικό ιδίωμα)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) στο ναξιώτικο ιδίωμα εκλαμβάνεται ως βοσκοπούλα όπως κοπελουδάκι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]