βοσκαρίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βοσκαρίδι | τα | βοσκαρίδια |
γενική | του | βοσκαριδιού | των | βοσκαριδιών |
αιτιατική | το | βοσκαρίδι | τα | βοσκαρίδια |
κλητική | βοσκαρίδι | βοσκαρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοσκαρίδι < βοσκαρίδιον υποκοριστικό του βοσκός → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοσκαρίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο νεαρός βοσκός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το συνώνυμο βοσκαρουδάκι (στο κρητικό ιδίωμα)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) στο ναξιώτικο ιδίωμα εκλαμβάνεται ως βοσκοπούλα όπως κοπελουδάκι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοσκαρίδι
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)