βυρσοδεψική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυρσοδεψική οι βυρσοδεψικές
      γενική της βυρσοδεψικής των βυρσοδεψικών
    αιτιατική τη βυρσοδεψική τις βυρσοδεψικές
     κλητική βυρσοδεψική βυρσοδεψικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυρσοδεψική < ελληνιστική κοινή βυρσοδεψική < θηλυκό του βυρσοδεψικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viɾ.so.ðe.psiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυρ‐σο‐δε‐ψι‐κή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βυρσοδεψική θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βυρσοδεψική