γίββωνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γίββωνας οι γίββωνες
      γενική του γίββωνα των γίββωνων
    αιτιατική τον γίββωνα τους γίββωνες
     κλητική γίββωνα γίββωνες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γίββωνες τις νοτιοανατολικής ασίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γίββωνας < γαλλική gibbon[1] <

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γίββωνας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. γίββωναςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)