γαλονάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαλονάς | οι | γαλονάδες |
γενική | του | γαλονά | των | γαλονάδων |
αιτιατική | τον | γαλονά | τους | γαλονάδες |
κλητική | γαλονά | γαλονάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλονάς < γαλόνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλονάς αρσενικό (θηλυκό γαλονού)
- ο αξιωματικός, αυτός που έχει γαλόνια