γεμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεμολογικός < γεμολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γεμολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την γεμολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεμολογικός