γιαγιαδίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιαγιαδίστικος < γιαγιαδίζω (κάνω σαν γιαγιά είτε είμαι είτε όχι) + -ίστικος (βλ. λεξικό Τριανταφυλλίδη)
Επίθετο[επεξεργασία]
γιαγιαδίστικος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιαγιαδίστικος