γιαούρτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιαούρτωμα τα γιαουρτώματα
      γενική του γιαουρτώματος των γιαουρτωμάτων
    αιτιατική το γιαούρτωμα τα γιαουρτώματα
     κλητική γιαούρτωμα γιαουρτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαούρτωμα < γιαουρτώνω + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝaˈur.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: για‐ούρ‐τω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιαούρτωμα ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]