γρασαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρασαδόρος αρσενικό
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση γράσου σε μηχανές
- (κατ’ επέκταση) ο μηχανισμός που βρίσκεται σε μια μηχανή και γρασάρει αυτόματα τα σημεία της μηχανής
- (κατ’ επέκταση) το εξάρτημα που βρίσκεται στην άκρη του μηχανισμού (2) στο οποίο τοποθετείται ο γρασαδόρος (1) για να προστεθεί γράσο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρασαδόρος
|