γυψάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυψάς | οι | γυψάδες |
γενική | του | γυψά | των | γυψάδων |
αιτιατική | τον | γυψά | τους | γυψάδες |
κλητική | γυψά | γυψάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυψάς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυψάς
|