γυψουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝi.psuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ψουρ‐γός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυψουργός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γύψος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυψουργός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
Πηγές[επεξεργασία]
- Λέξεις με γυψουργ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)