γυψουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυψουργός οι γυψουργοί
      γενική του γυψουργού των γυψουργών
    αιτιατική τον γυψουργό τους γυψουργούς
     κλητική γυψουργέ γυψουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυψουργός < γύψ(ος) + -ουργός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝi.psuɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ψουρ‐γός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυψουργός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γύψος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)

Πηγές[επεξεργασία]