δασοφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δασοφύλαξ | οἱ | δασοφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | δασοφύλακος | τῶν | δασοφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | δασοφύλακι | τοῖς | δασοφύλαξι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | δασοφύλακα | τοὺς | δασοφύλακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δασοφύλαξ | δασοφύλακες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασοφύλαξ αρσενικό