δηνάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δηνάριο τα δηνάρια
      γενική του δηνάριου
δηναρίου
των δηνάριων
δηναρίων
    αιτιατική το δηνάριο τα δηνάρια
     κλητική δηνάριο δηνάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρωμαϊκά δηνάρια.
γιουγκοσλαβικό χαρτονόμισμα των δέκα δηναρίων (1994)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δηνάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηνάριον < λατινική denarius < deni + -arius < decem < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *déḱm̥t (δέκα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðiˈna.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐νά‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δηνάριο ουδέτερο

  1. (ιστορία, νόμισμα) ασημένιο νόμισμα της αρχαίας Ρώμης
  2. (νόμισμα) η ονομασία του νομίσματος πολλών χωρών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]