δηνάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δηνάριο | τα | δηνάρια |
γενική | του | δηνάριου & δηναρίου |
των | δηνάριων & δηναρίων |
αιτιατική | το | δηνάριο | τα | δηνάρια |
κλητική | δηνάριο | δηνάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δηνάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δηνάριον < λατινική denarius < deni + -arius < decem < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *déḱm̥t (δέκα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈna.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐νά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δηνάριο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) ασημένιο νόμισμα της αρχαίας Ρώμης
- (νόμισμα) η ονομασία του νομίσματος πολλών χωρών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
δηνάριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)