Μετάβαση στο περιεχόμενο

διακρίβωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακρίβωσῐς αἱ διακριβώσεις
      γενική τῆς διακριβώσεως τῶν διακριβώσεων
      δοτική τῇ διακριβώσει ταῖς διακριβώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακρίβωσῐν τὰς διακριβώσεις
     κλητική ! διακρίβωσῐ διακριβώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακριβώσει
γεν-δοτ τοῖν  διακριβωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακρίβωσις < αρχαία ελληνική διακριβόω / διακριβῶ + -σις < δια- + ἀκριβόω / ἀκριβῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διακρίβωσις θηλυκό