διαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαρχία | οι | διαρχίες |
γενική | της | διαρχίας | των | διαρχιών |
αιτιατική | τη | διαρχία | τις | διαρχίες |
κλητική | διαρχία | διαρχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαρχία < δι- + -αρχία < αρχαία ελληνική δύο + ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαρχία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαρχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)