διαφορίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφορίσιμος < διαφορίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
διαφορίσιμος, -η, -ο
- (μαθηματικά) που δύναται να διαφορίζεται
- ↪ η συνάρτηση y = 2x είναι διαφορίσιμη παντού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφορίσιμος