διουρητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διουρητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διουρητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διουρητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που διευκολύνει τη διούρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διουρητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του διουρητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διουρητικός