διπλοψηφίσας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλοψηφίσας η διπλοψηφίσασα το διπλοψηφίσαν
      γενική του διπλοψηφίσαντος της διπλοψηφίσασας
διπλοψηφισάσης*
του διπλοψηφίσαντος
    αιτιατική τον διπλοψηφίσαντα τη διπλοψηφίσασα το διπλοψηφίσαν
     κλητική διπλοψηφίσας διπλοψηφίσασα διπλοψηφίσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλοψηφίσαντες οι διπλοψηφίσασες τα διπλοψηφίσαντα
      γενική των διπλοψηφισάντων των διπλοψηφισασών των διπλοψηφισάντων
    αιτιατική τους διπλοψηφίσαντες τις διπλοψηφίσασες τα διπλοψηφίσαντα
     κλητική διπλοψηφίσαντες διπλοψηφίσασες διπλοψηφίσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλοψηφίσας < διπλο- + ψηφίσας

Επίθετο[επεξεργασία]

διπλοψηφίσας, -ασα, -αν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]