διφωσφορυλιούχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διφωσφορυλιούχος η διφωσφορυλιούχα το διφωσφορυλιούχο
      γενική του διφωσφορυλιούχου της διφωσφορυλιούχας του διφωσφορυλιούχου
    αιτιατική τον διφωσφορυλιούχο τη διφωσφορυλιούχα το διφωσφορυλιούχο
     κλητική διφωσφορυλιούχε διφωσφορυλιούχα διφωσφορυλιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διφωσφορυλιούχοι οι διφωσφορυλιούχες τα διφωσφορυλιούχα
      γενική των διφωσφορυλιούχων των διφωσφορυλιούχων των διφωσφορυλιούχων
    αιτιατική τους διφωσφορυλιούχους τις διφωσφορυλιούχες τα διφωσφορυλιούχα
     κλητική διφωσφορυλιούχοι διφωσφορυλιούχες διφωσφορυλιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διφωσφορυλιούχος < (δις) δι- + φωσφορυλιούχος (-ούχος)

Επίθετο[επεξεργασία]

διφωσφορυλιούχος, -α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]