διχοστασία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διχοστασία < αρχαία ελληνική διχοστασία < δίχα + ἵστημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διχοστασία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διχοστασία