διώχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διώχτης | οι | διώχτες |
γενική | του | διώχτη | των | διωχτών |
αιτιατική | τον | διώχτη | τους | διώχτες |
κλητική | διώχτη | διώχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διώχτης < μεσαιωνική ελληνική διώχτης < ελληνιστική κοινή διώκτης < αρχαία ελληνική διώκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διώχτης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του διώκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διώχτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)